Κεφάλαια Ἀσκητικὰ καὶ Θεολογικὰ


    Ποῦ εἶναι ὁ Χριστὸς τῆς Εὐρώπης; Ποῦ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός; Μήπως στὴν ἀτσαλένια κονίστρα ποὺ γεννήθηκε τὸ γερμανικὸ βρέφος, ὁ εὐρωπαϊκὸς πόλεμος; Χριστιανισμοὶ ἐδῶ, χριστιανισμοὶ ἐκεῖ, στὴν ἔρημο καὶ στὶς πόλεις, στὰ κανόνια καὶ στοὺς φόνους, μὰ ὁ Χριστὸς πουθενά: «Ὅτι ἦραν τὸν Κύριον μου καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν» (Ἰω. 20, 13). Ἦρθαν πολλοὶ μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω τους καὶ τὸν λύκο μέσα τους. Ἦρθαν πολλοὶ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ λέγοντας: «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ Χριστός», μὰ διέκρινα πὼς ἀγάπη Χριστοῦ δὲν εἶχαν μέσα τους…
    Τροφή μου εἶναι τὰ βιβλία, γράμματα τρώω – μὲ τὰ γράμματα τρέφομαι. Βιβλιοφάγος καὶ γραμματοφάγος, γιὰ αὐτὸ εἶμαι μονίμως πεινασμένος καὶ διψασμένος. Σὰν νὰ μοῦ ἔχουν πέσει τὰ αὐτιὰ καὶ δὲν ἀκούω τοὺς λόγους Ἐκείνου: «Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν, ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με» (Ἰω. 4, 34). Τὸ γράμμα ἀποκτείνει, τὸ πνεῦμα ζωοποιεῖ. Ὅλη ἡ σοφία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλη ἡ ἐπιστήμη δὲν εἶναι τάχα ἕνα κομποσκοίνι ἀπὸ γράμματα; Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε γραμματισμένος, ἔγινε ὅλος ἕνα ἀλφάβητο καὶ νομίζει πὼς ἔγινε τὸ ἀλφάβητο ὅλου τοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θεοῦ. Ὁ πολιτισμός μας γεννήθηκε μέσα στὰ τυπογραφεῖα, καὶ κάθε τί τὸ πολιτισμένο ὑποκλίνεται μπροστὰ στὰ γράμματα, σὲ αὐτὰ τὰ λεπτεπίλεπτα εἴδωλα. Ἔτσι, τὰ γράμματα ἔγιναν ὁ θησαυρὸς καὶ οἱ ἐκτιμητὲς κάθε ἀξίας. Ἀκόμα καὶ ὁ Θεὸς ἄρχισε νὰ ἐκτυπώνεται ἀφοῦ ἔπαψε νὰ βιώνεται καὶ νὰ ἐπιβιώνη. Τὰ τυπογραφεῖα μεταμορφώθηκαν σὲ ναούς, σὲ βασίλεια τῶν γραμμάτων· αὐτὸς εἶναι ὁ πολιτισμός μας. Βασίλευσε τὸ γράμμα καὶ σήμερα σκοτώνει τὴν Εὐρώπη, ἀφοῦ «τὸ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ» (Β΄ Κορ. 3, 6).
    Ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ μόνο παρὰ φύσιν μέσα στὴν φύση καὶ μαζί της ὁ θάνατος καὶ ὁ διάβολος. Ἡ τριάδα αὐτὴ εἶναι τὸ μοναδικὸ ἀφύσικο πρᾶγμα μέσα στὴν φύση τοῦ Θεοῦ, τὸ μόνο ἐνάντιο στὴν φύση. Ἐδῶ τὸ ἀφύσικο αὐτοανακηρύχθηκε σὲ φυσικό. Ἐπιπλέον, ὁ θάνατος ἀνακηρύχτηκε σὲ ζωὴ καὶ ὁ διάβολος ἀνακηρύχτηκε σὲ Θεό.
    Ὅταν μπαίνω σὲ αἴθουσα δίχως εἰκόνα, μοῦ μοιάζει τυφλή, ἀπρόσωπη, δίχως παράθυρο στὸν οὐρανό.
    Ἡ προσευχὴ εἶναι πρόσφορο ζυμωμένο ἀπὸ δάκρυα καὶ καρδιά.
    Γιὰ ποιό λόγο ὑπάρχει ὁ χρόνος; Ποιό τὸ νόημα τοῦ χρόνου; Μὰ γιὰ νὰ σαρκώσει τὴν αἰωνιότητα, διὰ τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ σὲ ἄνθρωπο.     Γιὰ νὰ ἐπιτελέσει τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, διὰ τοῦ Θεανθρώπου, καὶ διὰ μέσου τοῦ ἀνθρώπου τὴν θέωση τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου, δηλ. τοῦ κόσμου (Ρμ. 8, Ἐφ. 1 καὶ 4, Κολ. 2). Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ ἐνανθρώπησή Του ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τοῦ χρόνου καὶ τῆς ὕλης, τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχοφυσικῆς ὑπάρξεως.
    Ἀπὸ τότε ποὺ ἐμφανίστηκαν σὲ μᾶς οἱ ἐφημερίδες, ἡ ἀνάγνωση δηλαδὴ τῶν ἐφημερίδων, ἔγιναν ἡ «πρωινὴ προσευχὴ τοῦ μοντέρνου ἀνθρώπου». Αὐτὸς ὁ «μοντέρνος» ἄνθρωπος μεταλλάσσεται γοργὰ σὲ «ὑπάνθρωπο» τοῦ ὁποίου ὁ πρόγονος μὰ καὶ ὁ ἔσχατος ἀπόγονος εἶναι ὁ «ἀπάνθρωπος».
    Στὸν Οἰκουμενισμό, ὅλες οἱ ἀδυναμίες, οἱ ἀποκλίσεις, τὰ λάθη, προέρχονται ἀπὸ τὴν κατάχρηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἀπαιτοῦνται οἱ αὐστηρότατοι περιορισμοὶ καὶ ἡ διορατικότητα τῶν Πατέρων: τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίδεται μονάχα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεανθρώπου, ὡς ἀνταμοιβὴ τῆς πίστεως στὸν Θεάνθρωπο. Ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ἡ Πεντηκοστή. Δὲν δίδεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐκτὸς Θεανθρώπου. Ὅλες οἱ ἀποκλίσεις δὲν εἶναι παρὰ ἀνθρωπιστικὲς πλάνες. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποστολικὴ παράδοση καὶ κληρονομιά.
    Ἐξάλλου, ἔτσι δικαιολογοῦνται ὅλες οἱ δυτικὲς «ἐκκλησίες» καὶ αἱρέσεις, τὰ φορτώνουν ὅλα στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Πορεύονται «κατ’ ἄνθρωπον» μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: ἀντὶ τῆς μεθόδου τοῦ Σωτῆρος –τῆς ἀναγεννήσεως τοῢ ἔσω ἀνθρώπου- ὁδεύουν τὴν ὁδὸ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οὐμανισμοῦ πασχίζοντας νὰ μεταμορφώσουν τὸ πρόσωπο, διὰ τῆς κοινωνίας καὶ ὄχι διὰ τῆς ὁδοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡ ὁποία συνίσταται στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, διὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι διὰ τῆς κοινωνίας.
    Μὴν πορεύεσαι μονάχος κανένα δρόμο τοῦ κόσμου αὐτοῦ παρὰ μονάχα ἔχοντας μπροστά σου τὸν Κύριο Ἰησοῦ ἢ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐμπρός σου, μὲ τὴν πίστη σὲ Ἐκεῖνον ἐμπρός σου, μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς Ἐκεῖνον ἐμπρός σου, μὲ τὴν ἀνάσα, τὸ δάκρυ καὶ τὴν κραυγὴ πρὸς Ἐκεῖνον ἐμπρός σου. Τότε θὰ φεύγει ἀπὸ μπροστά σου κάθε θάνατος καὶ κάθε πειρασμός, μὰ ὄχι ἐξαιτίας σου ἀλλὰ ἐξαιτίας Ἐκείνου ποὺ στέκει μπροστά σου.
    Ὁ Κύριος χάριν τῆς νηστείας δίδει τὴν προσευχὴ σὲ αὐτὸν ποὺ νηστεύει. Γιὰ χάρη πάλι τῆς προσευχῆς, δίδει τὴν νηστεία.
    «Οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» (Ρμ. 14, 17). Ὁ χριστιανοσοσιαλισμὸς ἢ ὁ κομμουνισμὸς ὑπερτονίζει τὸ ἀντίστροφο ρητό: ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βρῶσις καὶ πόσις!
    Διὰ τοῦ Βαπτίσματος, ὁ καθένας μας καθίσταται ἕνας πιθανὸς ἅγιος. Οἱ Ἅγιοι ἐφάρμοσαν στὴν ζωή τους ὅλο τὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς, προδιαγεγραμμένο διὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, σπερματικῶς δοσμένο.
    Ἐκεῖνο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συνθλίψει ἡ μυλόπετρα τῆς λογικῆς θὰ τὸ συνθλίψει ἡ μυλόπετρα τῆς Χάριτος… Ἡ προσευχὴ λεπτύνει σταδιακὰ τὴν ψυχή, ἐξαλείφει ἀκάθαρτους λογισμοὺς καὶ αἰσθήματα, μεταπλάθει τὶς ἀτέλειες. Τὸ σῶμα στὸ τέλος καθίσταται ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Χριστιανοῦ: ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πρὸς τὸν Θεό, ποὺ σημαίνει ἀπὸ τὸν διάβολο πρὸς τὸν Θεό. Καὶ ἂν ἀκόμη ὁ Θεὸς ἀπέσυρε ὅλα τὰ θαυμάσια Του ἀπὸ αὐτὸν τὸν σκοτισμένο πλανήτη, δὲν ἔχει ἀποσύρει ὅμως τὸ πιὸ ἀγαπητό Του θαῦμα: τοὺς οἰκτιρμοὺς καὶ τὸ ἔλεος. Αὐτὰ θὰ τὰ ἀποσύρει τελευταῖα, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Φοβερᾶς Κρίσεως.
    Τί εἶναι οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων; Εἶναι τὰ δόγματα μεταφρασμένα σὲ ζωή. Καὶ τί εἶναι τὰ δόγματα; Εἶναι οἱ βίοι τῶν Ἁγίων στὴν πράξη.
    Μὲ τὴν προσευχὴ νὰ ξηραίνης τὰ πάθη τῆς διανοίας σου, μὲ τὴν νηστεία τὰ πάθη τοῦ σώματος. Γιατὶ μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο ἀρετὲς ἐνεργοῦν ὅλες οἱ ὑπόλοιπες.
    Τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ κακὸ θὰ πρέπει νὰ τὰ ἐκλάβουμε ὡς ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ ὄχι σὰν φυσικὴ ἀναγκαιότητα, σὰν ἕνα ἀτύχημα, ἀρρώστια, σὰν τὸν ὀρμαθὸ ὅλων τῶν ἀσθενειῶν: τὸν θάνατο, τὸν ὁποῖο καλούμαστε νὰ θεραπεύσουμε.
    Οὔτε ὁ θάνατος εἶναι ἀναγκαιότητα, οὔτε ἡ δουλεία στὴν ἀμαρτία καὶ τὸ κακό, οὔτε καὶ ἡ ὑπηρεσία στὸ διάβολο. Ὅποιος μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο σκέφτεται ἢ ἔτσι διδάσκει ἢ τὸ ἰσχυρίζεται, δὲν εἶναι Χριστιανός. Ἀντίθετα, εἶναι χριστιανομάχος ἀφοῦ ἀπορρίπτει τὴν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ὅλο τὸν ἀγῶνα τοῦ Χριστοῦ, τὴν σωτηρία. Ἐπειδὴ Ἐκεῖνος ἦρθε γιὰ νὰ μᾶς σώση: ἀπὸ τὸν θάνατο, τὴν ἁμαρτία, τὸν διάβολο. Ἔτσι γιὰ πολλοὺς ὁ Χριστιανισμὸς ἔπαψε νὰ εἶναι ἄσκηση καὶ ἀναγκαιότητα καὶ κατήντησε: κόσμημα ἢ ἐθνικὸ ἔθιμο, λαϊκὴ παράδοση, μνημεῖο, ἠθικισμός, φιλοσόφημα, ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ ριζοσπαστικὴ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ θνητὸ σὲ ἀθάνατο, ἀπὸ ἁμαρτωλὸ σὲ ἀναμάρτητο, ἀπὸ διαβολεμένο σὲ ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστιανισμὸς ἔγινε ρηχός, τόσο ρηχὸς ποὺ καταστράφηκε πλήρως. Ἔτσι, ὁ ὑλικὸς πολιτισμὸς ἔγινε τὸ πᾶν. Χάθηκε ἡ αἴσθηση τῆς ἀθανασίας καὶ κατὰ συνέπεια τῆς εὐλαβείας, τοῦ οὐρανοῦ, τῆς οὐρανίου καταγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου, τῆς θεοειδείας του.
    Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἀποσυντίθεται ἐπειδὴ δὲν ἔχει μέσα του Θεό, δὲν ἔχει ἐντός του τίποτε τὸ θεϊκό, εἶναι σὰν τὸ κρέας δίχως τὸ ἁλάτι. Ἡ διάνοια σαπίζει, φθείρεται, ἐξαιτίας τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἀπιστίας καὶ διαχέεται, «καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει» (Μτ. 12, 30).
    Μετάνοια! Μόλις ὁ Πανοικτίρμων Κύριος ἀφυπνίσει μέσα στὸν ἄνθρωπο τὴν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, τὸν εἰσάγει ἤδη στὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς ἁμαρτίας.
    Ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἕνα ἀξίωμα, δὲν εἶναι μία διδασκαλία, δὲν εἶναι ἕνα συλλογιστικὸ συμπέρασμα, δὲν εἶναι μία λογικὴ ἔννοια, ἀλλὰ Πρόσωπο Ζωντανό, ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, πάντοτε παρὼν , ὡς σῶμα καὶ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας.
    Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἀποδεικνύεται ἀλλὰ ἐπιδεικνύεται: «ἔρχου καὶ ἴδε», πρώτιστα τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, τοὺς Ἁγίους, τοὺς Μάρτυρες….
    Ἐκκλησιολογία, εἶναι ἡ καθολική, γενικευμένη Χριστολογία, ἡ Χριστοποίηση. Εἶναι ἡ ἐφαρμοσμένη Χριστολογία ἡ ὁποία περικλείει ὁλόκληρη τὴν σωτηριολογία. Μιὰ ἐμπειρικὴ Χριστολογία, αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησιολογία.
    Νὰ μελετᾶς τὴν Ἁγία Γραφή, διὰ μέσου τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ ταυτόχρονα νὰ μιμεῖσαι τὴν βιοτή τους.
    Ὁ ναὸς εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, μιὰ ἐξουράνωση τῆς γῆς, μιὰ ὄαση ἀθανασίας… μιὰ ὄαση παραδείσου μέσα στὸ πέλαγος τῆς ἐπιγείου κολάσεως.
    Εἴθε ἡ ζωή μας ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ νὰ γίνη προέκταση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ναοῦ: προέκταση τῆς προσευχῆς μας, τῆς κατάνυξης καὶ τῆς ταπείνωσής μας.
    Ἡ γνώση δὲν εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητα δὲν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ κακοῦ.
    Κύριε, τὸ σῶμα μου δὲν εἶναι δικό μου ἐφόσον διὰ τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς δὲν τὸ καταστήσω δικό Σου. Ἡ ψυχή μου, ἡ συνείδησή μου, δὲν εἶναι δικά μου ἐφόσον διὰ τῆς εὐαγγελικῆς ἀσκήσεως δὲν τὰ καταστήσω δικά Σου. Τὰ μάτια μου δὲν εἶναι δικά μου καὶ τὰ αὐτιά μου τὸ ἴδιο, ἐφόσον διὰ τῆς χαριτωμένης βιοτῆς δὲν τὰ καταστήσω δικά Σου.
    Ἡ σκέψη εἶναι πάντοτε μιὰ καρφίτσα: πάνω της δὲν μπορεῖς ποτέ σου νὰ σταθῆς. Μονάχα ἡ προσευχὴ εἶναι βράχος ἀκλόνητος ἐπάνω στὸν ὁποῖο μπορῶ ὁλόκληρος νὰ στέκομαι καὶ νὰ ἐπιβιώνω.
    Ἡ ἀθεΐα ἔγινε συστατικὸ μέρος τῆς κρατικῆς ἰδεολογίας, τῆς πολιτικῆς ἰδεολογίας καὶ κατὰ συνέπειαν ἕνα καθῆκον τοῦ πολίτη, τοῦ ὑπηκόου. Ό,τι δὲν εἶναι στὴν ἴδια γραμμή, εἶναι ἀντιεξουσιαστικό, ἐνάντιο στοὺς ὑπηκόους. Αὐτὴ εἶναι ἡ πολιτικὴ νομιμοφροσύνη: ὅποιος ἀντιτίθεται στὴν ἀθεΐα εἶναι προδότης τοῦ κράτους. Ὁ ἀντίθεος εἶναι τὸ θεμέλιο τῶν ἀθεϊστικῶν καὶ ὁλοκληρωτικῶν κυβερνήσεων. Ἀποτελεῖ ὅμως τὸ θρησκευτικό, θεοκρατικὸ καὶ ἀντιθεοκρατικὸ θεμέλιο τοῦ κράτους, τὸν τύπο του. Ἡ ἀθεΐα ἔγινε ἡ πίστη τοῦ οὐτοπικοῦ σοσιαλισμοῦ.
    Ἀγώνας μὲ τὰ πάθη. Ἡ γνώση εἶναι σὰν ἕνα μικρὸ νησάκι στὸν ὠκεανὸ τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Γιὰ μιὰ στιγμὴ τὸ πλημμυρίζει κάποιο πάθος μὲ τὰ ὀργισμένα του κύματα. Τότε εἶναι ποὺ ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ πόσο λίγο ἔχει ἐμπεδώσει, ἔχει ἐμβαθύνει, ἔχει ριζώσει τὴν γνώση του στὸν Κύριο καὶ Χριστό. Γιὰ παράδειγμα τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ, πρὸς στιγμὴν θολώνει αὐτὴ τὴν ἐλάχιστη γνώση μέσα στὸν ἄνθρωπο, τὸ ἴδιο καὶ τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιληδονίας, τοῦ φθόνου, τῆς γαστριμαργίας. Ποιό εἶναι τὸ καινὸ στοὺς Ἁγίους; Τὸ ὅτι διεύρηναν αὐτή τους τὴν γνώση, τὴν ἐμβάθυναν καὶ τὴν ρίζωσαν στὸν Χριστό. Ἔτσι, δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς καταπιεῖ τὸ πάθος, μπορεῖ μονάχα νὰ τοὺς πειράξει. Βρίσκονται σὲ μιὰ συνεχῆ νήψη ψυχῆς καὶ καρδίας καὶ γι’ αὐτὸ ποτὲ δὲν ἔχουν ἀνάπαυση στὸν ἀγῶνα τους.
    Στὸν σύγχρονο Οἰκουμενισμό, ὅλα βασίζονται στὴν ἀκόλουθη θέση, στὸ οὐμανιστικὸ ἀξίωμα: ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία ἀλλὰ πολλές. Εἶναι σὰν ἡ Ἐκκλησία νὰ κομματιάστηκε. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ διαιρεθεῖ. Ἀπὸ αὐτὴν μπορεῖ κανεὶς μονάχα νὰ ἐκπέσει καὶ ὄχι νὰ ἀποκοπεῖ. Στὴν οὐσία της ἡ Ἐκκλησία εἶναι Θεανθρώπινος ὀργανισμός, Θεανθρώπινο σῶμα, τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου καὶ γιὰ αὐτὸ εἶναι πάντοτε μία, σὲ ὅλους τοὺς κόσμους μία. Σὲ αὐτὸ ἔγκειται ἡ οἰκουμενικότητά της, ἡ καθολικότητα. Ὁ σύγχρονος Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ ψεύτικους χριστούς, ψεύτικους μεσσίες, ψεύτικους προφῆτες, γεμάτος ἀπὸ ποικιλότητα πίστεων, ὀλιγοπιστίας καὶ τέλος παντελοῦς ἀπουσίας. Ἡ προβληματικὴ τοῦ συγχρόνου Οἰκουμενισμοῦ εἶναι καθαρὰ κοσμική, πολιτικάντικη καὶ στὴν οὐσία της κομμουνιστική-παπιστική. Τὰ πάντα ἀνάγονται σὲ «κοινωνικὲς» ἀξίες καὶ μάλιστα γήινες καὶ παροδικές. Δὲν ὑπάρχει τὸ Θεανθρώπινο ἐπίκεντρο, ἡ προβληματικὴ τοῦ Εὐαγγελίου: δὲν ἐπιζητεῖται «πρῶτον ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» καὶ ἡ δικαιοσύνη Του ἀλλὰ τὸ βασίλειο τοῦ κόσμου αὐτοῦ καὶ ὅλα ὅσα εἶναι ἐξ αὐτοῦ.
    Τὸ ζήτημα τῆς ἑνότητος δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιλυθεῖ μὲ κανέναν «διάλογο» παρὰ μονάχα διὰ τῆς μετανοίας ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ἐκκλησία: «μνημόνευε οὖν πόθεν πέπτωκας καὶ μετανόησον» (Ἀποκ. 2, 5). Δίχως τὸν Θεάνθρωπο, οἱ δῆθεν ἐκκλησίες δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ «συναγωγὲς τοῦ σατανᾶ» (Ἀποκ. 2, 9). Ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴν αἵρεση εἶναι : «μετανόησον…» (Ἀποκ. 2, 16). Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ κάθε αἵρεση, γιὰ ὅλες τὶς «232» αἱρέσεις – ἐκκλησίες. «Μνημόνευε οὖν πῶς εἴληφας καὶ ἤκουσας (τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἀληθείας) καὶ τήρει καὶ μετανόησον…» (Ἀποκ. 3, 3). Διὰ τοῦ οἰκουμενισμοῦ εἰσέβαλε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐπεβλήθη ἡ καθαρῶς κοσμικὴ καὶ διεθνὴς ἀθεϊστική, κομμουνιστικὴ προβληματική. Σήμερα εἶναι ἀδύνατον γιὰ τὴν γνήσια Ἐκκλησία νὰ ἐκφραστεῖ γιατί, ποῦ εἶναι οἱ γνήσιοι μάρτυρές της – οἱ Μάρτυρες, μὰ καὶ οἱ πρῶτοι οἱ θεολόγοι; Ἔτσι ἐπλήθυναν οἱ ρηχοί, οὐμανίζοντες, παπίζοντες, αἱρετίζοντες καὶ προτεσταντίζοντες θεολόγοι…
    Κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μου εἶναι τοῦ Θεοῦ. Τότε γιὰ ποιό λόγο νὰ φοβοῦμαι ὁ,τιδήποτε ἢ ὁποιονδήποτε πλὴν τοῦ Θεοῦ;
    Ὁ Κύριος κυριαρχεῖ, ὁ διάβολος διαβάλλει καὶ ὁ Θεὸς θεώνει. Εἶναι ὅμως τὸ ἴδιο φοβερό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεώνει ἢ διαβάλλει, πάντοτε γίνεται ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Βάραθρο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεώνει. Βάραθρο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος διαβάλλει. Στὴ δεύτερη περίπτωση, θρίαμβος τοῦ σατανισμοῦ, στὴν πρώτη φαρισαϊσμός: «ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι» (Β΄ Τιμ. 3, 5).
    Διὰ τῆς ἐκβιομηχάνισης ἀνατέλλει ἡ ἐποχὴ τοῦ λίθου. Λιθολατρεία, αὐτὴ εἶναι ἡ εὐρωπαϊκὴ κουλτούρα μαζὶ μὲ τὰ ὑποκατάστατά της. Κατασκευαστὲς εἰδώλων· οἱ πετρωμένες ψυχὲς φτιάχνουν πέτρινα εἴδωλα καὶ ἰδανικά. Τὰ πάντα ξηραίνονται, μαραίνονται καὶ πετρώνουν σὲ αὐτὸ τὸ πολιτιστικὸ μῖγμα τῆς λατρείας τῶν κτισμάτων στὴν Εὐρώπη. Οἱ ἀρχιτέκτονες τῆς ἐποχῆς τοῦ λίθου: ὅλες οἱ οὐμανιστικὲς δυνάμεις τῆς Εὐρώπης.
    Κανόνας: νὰ προσεύχεσαι στὸν Θεὸ γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐπισκέφτηκες, συνάντησες ἢ ἀποχαιρέτησες. Ἂς σὲ ἀποχαιρετᾶ μὲ τὴν εὐχή σου, εἶναι ὁ καλύτερος συνοδοιπόρος.
    Ἀλίμονο στὴν κάθε σκέψη ποὺ δὲν ἐξελίσσεται, δὲν μεταμορφώνεται σὲ προσευχή.
    Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἐπιζητεῖ συνεχῶς ὁ διάβολος: νὰ ἐμφανίσει τὴν ἁμαρτία ὡς ἀναπόφευκτη, νὰ δείξει πὼς ἡ ἁμαρτία εἶναι κάτι τὸ φυσικὸ γιὰ νὰ δικαιολογήσει ἔτσι τὸν ἑαυτό του. Ἡ ἁμαρτία εἶναι κατὰ τὸν Ἅγιο Μακάριο τῆς Αἰγύπτου, ἡ λογικὴ τοῦ σατανᾶ. Ἔχει ἡ ἁμαρτία τὴν δική της λογική, τὴν δική της ἀπολογητικὴ γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ ἴδια, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἀναδειχθεῖ ὡς ἀναγκαία, ὡς κάτι τὸ φυσικό. Αὐτὸ κάνει συνεχῶς ὁ διάβολος. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Λόγος τοῦ κόσμου, ἡ Θεία Λογικὴ τοῦ κόσμου, εἶναι ἡ λογικὴ τοῦ ἀγαθοῦ, ἡ Θεία λογικὴ τοῦ ἀγαθοῦ. Ἡ Λογοποίηση εἶναι ἡ οὐσία τοῦ κόσμου.
    Αὐτὸς ποὺ θὰ συναντηθεῖ εἰλικρινῶς μὲ τὸν Κύριο καὶ Χριστό, βιώνει νὰ ἀλλάζουν ὅλα μέσα του. Θυμηθεῖτε ὅτι συναντήθηκε μαζί Του ἕνας χωρικὸς ψαρὰς καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν συνάντηση προέκυψε ἕνας Ἀπόστολος Πέτρος. Συναντήθηκε μαζί Του ὁ Σαῦλος, ὁ πιὸ μορφωμένος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, συνάντησε τὸν Θεὸ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινε ὁ πιὸ φημισμένος ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Γιατί, ποιός τοῦ ἔδωσε ὅλη ἐκείνη τὴν δύναμη ποὺ εἶχε ἂν ὄχι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Συναντήθηκε μὲ τὸν Κύριο καὶ ὁ Ζακχαῖος, ὁ τυφλὸς καὶ ἁμαρτωλὸς τελώνης καὶ ὅλη του ἡ ψυχὴ μεταμορφώθηκε. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ δαιμονισμένη Μαγδαληνὴ μὲ τὰ ἑπτά της δαιμόνια, συναντώντας τὸν Κύριο μεταβάλλεται σὲ Μυροφόρα. Μὰ καὶ ὁ κακοῦργος ἐπάνω στὸ σταυρό, συναντήθηκε μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀμέσως εἰσῆλθε στὸν Παράδεισο. Μὲ τὸν Κύριο συναντήθηκε καὶ ὁ Ἰουστῖνος ὁ Φιλόσοφος καὶ κατέστη Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Νικόλαος Ἀχρίδος καὶ ὁ Ράστκο - Ἅγιος Σάββας ὁ Σέρβος. Ἔτσι, ἡ συνάντηση μὲ τὸν Κύριο ἀποτελοῦσε πάντα τὸ σημαντικότερο γεγονὸς γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, εἴτε αὐτὸς κινεῖται πρὸς τὸν Κύριο Ἰησοῦ εἴτε ἐναντίον Ἐκείνου.
    Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μονάχα γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅταν δηλαδὴ δὲν χρειάζεται τίποτε ἀπὸ τὸν Θεό, τότε δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Ὁ γνήσιος οὐμανισμὸς ἢ ἀνθρωπισμός, εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα γιατὶ ἀποτελεῖ τὴν πλήρη ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλων ὅσων προέρχονται ἀπὸ Θεοῦ. Τὸ ἁμάρτημα τοῦ Ἀδὰμ δὲν συνίσταται στὴν διάπραξη κάποιου ἐγκλήματος ἀλλὰ στὴν ἐπιθυμία καὶ κίνηση πρὸς τὴν ἀποδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, δηλαδὴ στὸν οὐμανισμό. Δὲν μπορεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ἐνεργεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ. Τοῦ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ συνεχῆς ἄρδευση ἐξ οὐρανοῦ, ἐκ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀδάμ, μὲ τὴν παρακοή του, ἔπαψε νὰ δέχεται αὐτὴ τὴν πληρότητα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ἔνιωσε τὴν γύμνια του. Μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπάνω στοὺς Ἀποστόλους, ἀνανεώθηκε αὐτὴ ἡ πλήρωση καὶ ἐπεκτείνεται διαρκῶς μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀφ’ ἑαυτοῦ σὰν ἕνας κενὸς δοκιμαστικὸς σωλήνας ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ πληρωθεῖ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ εἶναι ἀκέραιος καὶ πλήρης. Δὲν ὑπάρχει πλήρης ἀνθρώπινη σκέψη. Ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται εἴτε ἐν Θεῷ εἴτε, ἐν διαβόλῳ. Αὐτὸ φανερώνει καὶ ὁ Ντοστογιέβσκι στὸν Ἰβὰν Καραμαζὼφ ὁ ὁποῖος χτυπᾶ τὸν διάβολο μὲ τὸ μελανοδοχεῖο ἐπειδὴ ἐκεῖνος τὸν βεβαιώνει πὼς τοῦ ἔχει ψιθυρίσει κάποιαν ἰδέα.
    Οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι οἱ ἱεροὶ καὶ ἀθάνατοι ὁδηγοὶ καὶ διδάσκαλοι τῆς αἰωνίου ζωῆς. Οἱ ἀθάνατοι στρατηγοὶ στὴν ἀθάνατη στρατιὰ τοῦ Κυρίου. Μόνο σὰν τοὺς ἀκολουθοῦμε καὶ συμπορευόμαστε μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ Οἰκουμενικοὺς Πατέρες, μποροῦμε ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ νὰ εἴμαστε γνήσιοι Χριστιανοί, νὰ νικήσουμε καὶ νὰ διαφυλάξουμε τὴν πίστη μας. Εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ μάλιστα γνήσιοι ἐφόσον φυλάττουμε τὴν πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων. Δίχως ἐτούτη τὴν πίστη σωτηρία δὲν ἔχουμε, μὰ μήτε καὶ αἰώνια ζωή. Μόνον ἔτσι μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴν χαριτωμένη συναίσθηση τοῦ ὀρθοδοξεῖν ἡ ὁποία δίδεται μέσω τῆς προσευχητικῆς κοινωνίας μετὰ τῶν Ἁγίων.


arnion.gr

Ἀπὸ τὸ βιβλίο:

«CYNTOMH BIOΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟCOΦΕC ΔΙΔΑΧΕC»

Ἀββᾶ Ἰουστίνου Πόποβιτς.

Ἐκδόσεις: Ὀρθόδοξος Κυψέλη.


Ἀρχή σελίδος